Από εκείνη τη στιγμή μέχρι σήμερα, παρά τα εξωφρενικά λάθη της κυβέρνησης Τσίπρα, η αντιπολίτευση δεν έχει καταφέρει να πείσει τους πολίτες ότι έχει μια νέα, καλύτερη πρόταση για τον 21ο αιώνα κι ότι δεν θα αναλάβουν πάλι κυβερνητικές θέσεις οι "γνωστοί ανίκανοι" του παρελθόντος.
Ουσιαστικά, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι το... παρελθόν των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς τη χρεοκοπία. Ούτως ή άλλως στην πολιτική δεν παίζει ρόλο μόνο η ουσία ή η λογική. Ετσι δεν έχει σημασία αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέκτησε την εξουσία υποσχόμενος να... διατηρήσει το πελατειακό κράτος που έγινε ανεξέλεγκτο επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Ούτε επίσης έχει καμιά σημασία αν ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί τα δημοσκοπικά του ποσοστά επειδή υπόσχεται μετά τα μνημόνια να επιστρέψει η Ελλάδα στο... παλιό καλό παρελθόν της, δηλαδή στις εποχές του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Σημασία έχει μόνο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται στο έπακρο την αδυναμία εκσυγχρονισμού και ρελάνς των κομμάτων της αντιπολίτευσης, διατηρώντας ακέραια την ελπίδα του για παραμονή στην εξουσία.
Στην απέναντι όχθη, και ειδικότερα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και να προσπαθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν καταφέρνει να κρατήσει κρυμμένους ούτε τους σκελετούς από το παρελθόν ούτε την επικοινωνιακή (τουλάχιστον) ανικανότητα του κομματικού του μηχανισμού. Το επικοινωνιακό έλλειμμα είναι περισσότερο ορατό σε περιοχές όπως η Μεσσηνία, όπου ενώ εκλογικά και δημοσκοπικά κυριαρχεί η Νέα Δημοκρατία, στο ιδεολογικό και επικοινωνιακό επίπεδο εξακολουθεί να ηγεμονεύει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς εκφράζει πειστικότερα όσους θέλουν να διατηρηθεί αλώβητο το μετεμφυλιακό κράτος, ακόμα κι αν χρειαστεί να αλλάξει η κατεστημένη επιχειρηματική τάξη.
Σε κάθε περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης, εκτός όλων των άλλων, έχει να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα κυβερνώντας με ένα κόμμα που δεν το ελέγχει απόλυτα και γι' αυτό αδυνατεί να το εκσυγχρονίσει. Λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι τώρα το εκλογικό σώμα δεν έχει επιδοκιμάσει καμιά προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου αστικού κόμματος, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η απόπειρα του κ. Μητσοτάκη είναι πιο δύσκολη από το έργο του κ. Τσίπρα, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αντιγράφει τον "παλιό καλό" τρόπο διακυβέρνησης τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας.
Με παλιές δοκιμασμένες συνταγές και με γνωστά στους ψηφοφόρους πρόσωπα θα δοκιμάσουν επίσης την τύχη τους στις επόμενες εκλογές η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης, ελπίζοντας να πάρουν πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ τις ψήφους που πήρε το 2015 το κυβερνών κόμμα από το ΠΑΣΟΚ. Το εγχείρημα, εκτός συγκλονιστικού απρόοπτου, θα στεφθεί από βραχυπρόθεσμη επιτυχία καθώς το Κίνημα Αλλαγής θα γίνει αποδέκτης της δυσαρέσκειας που "δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά". Μακροπρόθεσμα όμως το μέλλον του Κινήματος Αλλαγής θα εξαρτηθεί από το εκλογικό ποσοστό του... ΣΥΡΙΖΑ: Αν ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρήσει ένα ποσοστό μεγαλύτερο ή κοντά στο 20%, τότε το Κίνημα Αλλαγής δύσκολα θα αμφισβητήσει την πολιτική ηγεμονία του Αλέξη Τσίπρα στο χώρο της Κεντροαριστεράς και ακόμα δυσκολότερα θα ελέγξει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που θ' αρχίσουν να αναπτύσσονται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Τι μπορεί να αλλάξει τον διαμορφωμένο από τη χρεοκοπία συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων; Προφανώς όχι οι εξελίξεις στην οικονομία, αφού ακόμα και μια νέα χρεοκοπία δεν πρόκειται να προκαλέσει μετακινήσεις ψηφοφόρων ανάλογες με αυτές που συντελέστηκαν την τελευταία δεκαετία. Ετσι κι αλλιώς είναι πολύ νωρίς για να παραδεχτεί τα λάθη της η γενιά του ευρώ που νοσταλγεί τη δραχμή επειδή δεν δανείστηκε ποτέ με επιτόκιο 30%. Αντιθέτως, μπορεί να διαπράξει και νέα λάθη μαζί με τις προηγούμενες γενιές, διαβάζοντας τις γεωπολιτικές εξελίξεις με τον ίδιο τρόπο που ανέγνωσε και τη χρεοκοπία του 2010.
Με απλά λόγια: Μόνο οι εξελίξεις στη γεωπολιτική σκακιέρα, προάγγελος των οποίων είναι η κινητικότητα για το όνομα της FYROM, μπορούν να διαταράξουν -απρόβλεπτα και ανεξάρτητα από την βούληση των πρωταγωνιστών- τον υπάρχοντα συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων.
Λίγες ώρες πριν το 2018, τα μόνα στοιχεία που μπορούμε προσωρινά να καταγράψουμε είναι η βούληση των ΗΠΑ να διατηρήσουν την Ελλάδα στο στρατόπεδό τους, η απροθυμία του γαλλογερμανικού άξονα της ΕΕ να αναλάβει ενεργό ρόλο στη γεωπολιτική σκακιέρα των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, η θέληση της Ρωσίας να αναβαθμίσει το ρόλο της διευρύνοντας τη συμμαχία με την Τουρκία, και η παθητική προώθηση των οικονομικών συμφερόντων της Κίνας στην Ελλάδα. Από εκεί και πέρα, καθώς οι ΗΠΑ δεν φαίνονται διατεθειμένες να αφήσουν αμαχητί τους Ορθόδοξους και τους Σλάβους να γίνουν εκφραστές των συμφερόντων της Ρωσίας, είναι ηλίου φαεινότερο ότι διανύουμε ήδη μια νέα περίοδο η οποία δεν μπορεί να ερμηνευτεί με το παλιό μοντέλο Αριστεράς - Δεξιάς. Γι' αυτό δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε ούτε από τις θέσεις που θα εκφράσουν σύντομα τα κόμματα, ούτε από τις απόψεις που θα εκφράσουν πολίτες και επιχειρήσεις, με γνώμονα όχι μόνο τα συμφέροντα αλλά και τα συναισθήματά τους που έχουν ρίζες στο πολύ μακρινό παρελθόν.
Κλείνοντας, απλώς θα επισημάνουμε ότι ο αντιαμερικανισμός βρίσκεται σε βαθιά ύφεση και τη θέση του έχει πάρει ο έντονος αντιγερμανισμός, που ανατροφοδοτήθηκε από τη μονεταριστική εμμονή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Την ίδια στιγμή, οι Ρωσόφιλοι περιμένουν κάτι παραπάνω από τις επενδύσεις του Ιβάν Σαββίδη για να εκδηλωθούν ανοιχτά και να θέσουν το δίλημμα "ΗΠΑ ή Ρωσία". Μέχρι τότε οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να στηρίζουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, προκαλώντας απορίες σε όσους δεν κατάλαβαν όχι μόνο ότι έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης αλλά και ότι κάτι παραπάνω ξέρει ο Ερντογάν που ζητεί αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης πριν βρεθεί προ τετελεσμένων γεγονότων.
Με το βλέμμα στραμμένο στον Κοτζιά λοιπόν, και όχι στον Τσακαλώτο.
Θανάσης Λαγός
Εmail: lathanasis@yahoo.gr